DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
vollmundig adj.
agric. με πλούσια γεύση; πλούσιος σε γεύση; μελένιος; που αφήνει την αίσθηση γεμάτου στόματος; απαλός
agric., food.ind. πληρότητα