DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
verstopfen adj.
med. φράσσω έφραξα; αποφράσσω απέφραξα; κλείνω έκλεισα; κλεισμένος; μπλοκάρω μπλόκαρα/μπλοκάρισα
Verstopfen adj.
coal., el. έμφραξη πóρων
construct. υλικόν επικαλύψεως
industr., construct., met. γιαλόχαρτο
verstopfen
: 1 phrase in 1 subject
Environment1