DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
verstärken n
gen. θέσπιση αυστηρότερων κανόνων
el. ενισχύω
med. ενισχύω ενίσχυσα; δυναμώνω δυνάμωσα; ενδυναμώνω ενδυνάμωσα
Verstärken n
el. ενίσχυση
verstärken
: 8 phrases in 5 subjects
Chemistry3
Finances2
General1
Health care1
Information technology1