DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
versickern n
med. εκχυλίζω εκχύλισα; διηθώ διήθησα; φιλτράρω φιλτράρισα; διεισδύω διείσδυσα
versickern
: 1 phrase in 1 subject
General1