DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
vernarben v
med. επουλώνομαι επουλώθηκα; κλείνω αφήνοντας ουλή έκλεισα; κλεισμένος
Vernarben v
med. ουλοποίηση; δημιουργία ουλής
vernarben
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1