DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
vermodern n
med. σαπίζω σάπισα; αποσαθρώνομαι αποσαθρώθηκα; αποσυνθέτω αποσυνέθεσα
vermodern v
mater.sc. σαπίζω; αποσυντίθεμαι