DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Verlag v
commun. αριθμός τίτλων τιμοκαταλόγου όπου ο εκδότης έχει τα δικαιώματα έκδοσης
econ. εκδοτικός οίκος
verlegen adj.
law αναβάλλω
law, econ. μεταθέτω
transp. τοποθετώ στη γραμμή
Verlegen adj.
industr., construct., chem. επίστρωση
verlegen
: 12 phrases in 7 subjects
Agriculture3
Chemistry1
Environment1
General1
Law1
Technology2
Transport3