DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
verfärbt v
agric. κηλιδωμένος; υπορόδινος
fin., econ., agric. "vin taché"; αλλοιωμένος οίνος
med. χρωσμένος
verfärbt
: 1 phrase in 1 subject
Technology1