DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
vereinigen n
med. ενσωματώνω ενσωμάτωσα; συγχωνεύω συγχώνεψα; συντήκω συνέτηζα
vereinigen v
IT ενώνω
IT, tech. συνενώνω; διαταξινομώ
Vereinigen v
commun., IT ανασύνταξη
vereinigen
: 2 phrases in 2 subjects
Communications1
Industry1