DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Verderb m m -(e)s
account. φυσική φθορά
food.ind. αλλοίωση
verderben v
commun. λερώνω,βρωμίζω,ρυπαίνω το χαρτί
commun., industr. κακοτυπώνω; κηλιδώνω; λεκιάζω; λερώνω
verderben adj.
commun. φθείρω,καταστρέφω,χαλώ το χαρτί
commun., industr. μουτζουρώνω
verderben
: 3 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Marketing2