DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
verbuchen adj.
fin. εγγράφω επισήμως; εισάγω στο Xρηματιστήριο; καταχωρώ; καταλογίζω; καταχωρίζω
verbuchen
: 11 phrases in 2 subjects
Finances10
Law1