DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
verbinden v
el. ζευγαρώνω; ματίζω
math. επικοινωνώ
Verbinder v
coal. σύνδεσμος
el. συνδετήρας αγωγών; συνδυαστής
transp. συνδετήρας
verbinden adj.
comp., MS σύνδεση
el. συνενώνω
med. αρθρώνω άρθρωσα; συναρμόζω συνάρμοσα; συναρμοσμένος; ενώνω ένωσα; συνδέω συνέδεσα
stat., el. συνδέω
transp., mech.eng. να συνδεθεί; να ενωθεί
Verbinden adj.
gen. ένωση
comp., MS Σύνδεση
el. διασύνδεση εξουδετέρωσης
industr., construct. σύνδεση
verbinden
: 23 phrases in 7 subjects
Communications1
Electronics6
Information technology9
Law1
Metallurgy1
Social science1
Transport4