DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
verarbeiten n
med. επεξεργάζομαι επεξεργάστηκα; κατεργάζομαι κατεργάστηκα
verarbeiten v
comp., MS διεργασία
med. επεξεργάζομαι; υποβάλλω σε επεξεργασία
Verarbeiter v
econ., met. μεταλλάκτης; μετασχηματιστής; μετατροπέας
fin. μεταποιητής
verarbeiten
: 11 phrases in 7 subjects
Agriculture2
Chemistry1
Economy1
Environment1
General1
Information technology2
Materials science3