DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
untersuchen adj.
comp., MS προοπτική
forestr. διερευνώ
law διεξάγω ανάκριση
med. εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; μηλίζω μήλισα; εξετάζω με μήλη εξέτασα; δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα
untersuchen
: 12 phrases in 10 subjects
Agriculture1
Earth sciences1
Environment2
Finances1
Health care1
Law2
Mechanic engineering1
Medical1
Natural sciences1
Social science1