DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
unternehmend v
social.sc. μαχητικός; δραστήριος; επίμονος στα αιτήματα του
Unternehmer v
agric. καλλιεργητής αγροκτήματος; επαγγελματίας
construct. εργολάβος; εργολήπτης
econ. επιχειρηματίας; διευθυντής μιας επιχείρησης; φορέας, φορείς εκμετάλλευσης
econ., commer. οικονομικός φορέας
fin., insur., agric. εντολοδότης
law αντιπροσωπευόμενος
Unternehmen v
agric. εκμετάλλευση
commer. επιχειρηματίας
comp., MS εταιρεία
econ. επιχείρηση
 German thesaurus
Unternehm. abbr.
abbr. Unternehmen
unternehmend
: 284 phrases in 30 subjects
Accounting3
Business6
Chemistry1
Commerce3
Communications6
Construction1
Economy81
Education3
Electronics3
Employment1
Environment5
Finances70
General20
Health care1
Human rights activism3
Industry3
Information technology3
Insurance1
Labor law4
Law32
Marketing10
Metallurgy1
Microsoft1
Natural sciences3
Pharmacy and pharmacology4
Politics2
Research and development2
Social science5
Taxes1
Transport5