DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | verb | to phrases
Unterdruck m m -(e)s, ..drücke
commun., industr. εκτύπωση δαπέδου
earth.sc. υποπίεσις
life.sc. υπατμοσφαιρικός
med. αρνητική πίεση; υποπίεση
transp., mech.eng. μείωση πίεσης; φούσκωμα ελαστικών σε πίεση κάτω από την κανονική
unterdrücken n
med. συγκρατώ συγκρότησα; περιορίζω περιόρισα; καταστέλλω κατέστειλα; παρεμποδίζω παρεμπόδισα; καταπνίγω κατέπνιξα
Unterdrücken n
IT σβήσιμο
unterdrücken v
IT, el. παρεμποδίζω
IT, transp. καθιστώ ανενεργό
unterdrücken
: 13 phrases in 3 subjects
Agriculture4
Information technology5
Transport4