DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
teilnehmen v
comp., MS συμμετοχή
Teilnehmer v
commun. συνδρομητής; χρήστης; συνδρομητής κυψελοειδούς συστήματος
comp., MS συμμετέχων
insur. κολλητικές; συμμετέχων' συμμέτοχος
law, commun., IT πελάτης
Teilnehmen v
comp., MS Συμμετοχή
teilnehmen
: 87 phrases in 14 subjects
Banking1
Communications46
Economy1
Education4
Electronics3
Finances4
General1
Information technology11
Law7
Marketing1
Microsoft2
Politics1
Statistics4
Technology1