DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
streifen m
med. τρίβω έτριψα
Streifen m m -s, =
construct. ημικυλινδρικό κορδόνι
lab.law., transp. ζώνες
med. γραμμή; ρίγα; αύλακα; λουρίδα; ράβδωση
met. επίμηκες έλασμα
streifen v
comp., MS σαρώνω
transp. εγγίζω ελαφρά
Streifen v
comp., MS σάρωση
construct. παρεντιθέμενο αρμοκάλυπτρο
industr., construct., met. ανομοιογενής λωρίδα; πινελιές
lab.law., transp. λωρίδες
med. λωρίδα; ταινία
met. λάμα
tech., industr., construct. φύρα
transp. βλήτρο; στεφάνη
Streife v
immigr. κινητή μονάδα
Streifer v
industr., construct. φλοίωμα ταινιοειδές
streifen
: 65 phrases in 16 subjects
Agriculture9
Communications1
Cultural studies3
Electronics5
Environment1
Forestry1
General3
Immigration and citizenship1
Industry14
Information technology2
Materials science2
Medical11
Metallurgy1
Natural sciences6
Statistics1
Transport4