DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Strich v
el. παύλα
life.sc. θηλή (papilla mammae)
Striche v
commun., el. ράβδωση
streichen adj.
commun. γκλασάρω,σατινάρω,στιλβώνω χαρτί
comp., MS μετακινούμαι
law ενεργώ λογοκρισία; λογοκρίνω; υποβάλλω σε λογοκρισία
transp. σηκώνω άγκυρα
Streichen adj.
agric., chem. Κατεργασία με επάλειψη
comp., MS κίνηση
industr., construct. επίχριση
life.sc., coal. διεύθυνσις στρωμάτων
streichen
: 30 phrases in 14 subjects
Business1
Coal1
Communications1
Finances3
General1
Industry4
Information technology4
Law1
Life sciences3
Materials science4
Metallurgy1
Microsoft3
Politics1
Transport2