DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | verb | to phrases
Stoss m
commun., transp., tech. άκρη ελάσματος
construct. αρμός; σύνδεσμος
earth.sc. σύγκρουσις
el. παλμός
forestr. στιβαγμένα καυσόξυλα όγκου 3, 62 κ.μ.
industr., construct. συναρμογή
met. μετωπιαία σύνδεση; συναρμογή κατ'άκρα
met., construct. κρούση
Stoß f m -es, Stöße
astronaut., transp. Πρόσκρουση
earth.sc. κρουστικός παλμός
el. παλμός
forestr. κραδασμός
mech.eng. ελατήριο εμβόλου με επικαλυπτόμενα άκρα
transp. ξαφνική ώθηση; άρμοση; ένωση; μάτιση; μάτισμα; σύνδεση; σύνδεση ελασμάτων πρόσωπο με πρόσωπο; ελιγμός με απώθηση
transp., industr. παρέμβυσμα
transp., mech.eng. αρμός σιδηροτροχιάς; αρμός
stoßen f
mech.eng. να αλεσθεί; να κονιοποιηθεί
Stoßen f n -s
met., mech.eng. πλάνιση εμβολισμού
stossen v
met. συνδέω
Stossen v
industr., construct. κατασκευή εντομών
stossen
: 75 phrases in 11 subjects
Agriculture2
Chemistry3
Construction2
Earth sciences12
Electronics2
General5
Industry11
Information technology2
Mechanic engineering13
Metallurgy10
Transport13