DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
stoßen f
mech.eng. να αλεσθεί; να κονιοποιηθεί
Stoß f m -es, Stöße
astronaut., transp. Πρόσκρουση
earth.sc. κρουστικός παλμός
el. παλμός
forestr. κραδασμός
mech.eng. ελατήριο εμβόλου με επικαλυπτόμενα άκρα
transp. ξαφνική ώθηση; άρμοση; ένωση; μάτιση; μάτισμα; σύνδεση; σύνδεση ελασμάτων πρόσωπο με πρόσωπο; ελιγμός με απώθηση
transp., industr. παρέμβυσμα
transp., mech.eng. αρμός σιδηροτροχιάς; αρμός
Stoßen f n -s
met., mech.eng. πλάνιση εμβολισμού
stoßen
: 36 phrases in 10 subjects
Agriculture2
Chemistry3
Earth sciences4
Electronics2
General5
Industry1
Information technology1
Mechanic engineering8
Metallurgy3
Transport7