DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
sterilisieren n
med. ευνουχίζω θηλυκό ευνούχισα; μουνουχίζω μουνούχισα; στειρώνω στείρωσα; καθιστώ στείρο κατέστησα; καθιστώ άγονο κατέστησα; αποστειρώνω αποστείρωσα
sterilisieren v
health. αποστείρωση; απολύμανση
Sterilisier- v
med. αποστειρωτικός; στειρωτικός
sterilisieren
: 3 phrases in 3 subjects
Agriculture1
Economy1
Medical1