DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Stanzen n n -s
commun. πρόσθεση εικόνας
stanzen v
industr., construct. πρεσάρω το μπλοκέτο για διάτρηση
industr., construct., mech.eng. τρυπώ με στιγέα
met., mech.eng. διατρυπώ
Stanzen v
chem. αποκοπή
commun. υπέρθεση εικόνας
industr., construct. κόψιμο με σκαρπέλο; πρεσάρισμα; τρύπημα με ζουμπά
met. εκτύπωση; συμπίεση ελασμάτων
Stanze v
industr., mech.eng. στιγεύς
met. μηχανή κοπής
met., mech.eng. διατρητικό μηχάνημα με πίεση; εγκρουστήρας
Stanzer v
IT διατρητική συσκευή
stanzen
: 9 phrases in 5 subjects
Information technology2
Labor law1
Mechanic engineering2
Metallurgy3
Technology1