DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | noun | verb | adjective | to phrases
stützen m
forestr. υποστήριγμα; τάκος
Stutzen m m -s, =
stat. κολόβωση (einer Verteilung)
Stütze f f =, -n
agric. κίονας; κολόνακν.; πουντέλικν.
agric., mech.eng. βοηθητικό στήριγμα
industr., construct. αντηρίδα; ντεστέκι
med. υποστήριγμα ίγματος
transp. υποστήριγμα τιμονιού
stützen n
med. δυναμώνω δυνάμωσα; ενδυναμώνω ενδυνάμωσα; ενισχύω ενίσχυσα; υποβαστάζω υποβάσταξα; υποστηρίζω υποστήριξα; βοηθώ βοήθησα
stützen v
construct. υποστυλώνω
Stütze v
agric. στύλοςκν.
agric., industr., construct. υποστύλωμα
agric., mech.eng. υποστήλωμα
industr., construct. πουντέλι; παραστάτης; υποστήριγμα
mech.eng. υπόστηριγμα; υποστήριξη; υποστήριξη ράβδου
med. στήριγμα
transp. πυλώνας; υπόβαθρο τιμονιού
transp., mech.eng. επίπεδη προεξοχή; κονσόλα; τράπεζα εργασίας
Stutzen v
agric., industr., construct. Περικοπή
chem., el. ειδικό τεμάχιο διακλάδωσης σωλήνα
industr., construct. κν.κάλτσα ορειβασίας; περικνημίδα ορειβασίας
mech.eng. κλάδος; τμήμα; στόμιο
transp., mech.eng. κάθετος σωλήνας; σωλήνας εξαγωγής
stutzen v
agric. κλάδεμα μέχρι τη βάση
forestr. Ανανεώνω κόβω δένδρο προς ανανέωση
Stutzen einer Verteilung v
math. κολόβωση
stützen adj.
construct. στηρίζω
stützen
: 24 phrases in 13 subjects
Agriculture3
Chemistry3
Communications1
Education1
Electronics1
Fish farming pisciculture1
Information technology1
Mechanic engineering6
Medical1
Metallurgy2
Natural sciences2
Patents1
Transport1