DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Spritze f f =, -n
med. σύριγγα ένεσης
spritzen v
agric. θειαφίζω
industr., construct. εξωθώ
Spritzen v
agric. λιπασματοδιανομή με ψεκασμό; ράντισμα; ψεκασμός
agric., chem. εφαρμογή συντηρητικού με ραντισμό
commun. πιτσίλισμα
environ. εκτίναξη; ανάβλυση; εκτίναξη/ανάβλυση
industr., chem. βάψιμο με ψεκασμό
industr., construct., chem. Eκτόξευση; πιστόλισμα; ψέκασμα
met. έκρηξη; ηλεκτροσυγκόλληση αντιστάσεως
Spritze v
agric., mech.eng. σωλήνας ρίψης
health. σύριγγα ενέσεων
med. σύριγγα
pharma., met. σύριγγα για ενέσεις
Spritzer v
el. σφαιρίδια
met. εκτοξεύσεις μετάλλου
spritzen
: 56 phrases in 9 subjects
Agriculture14
Chemistry7
Industry1
Life sciences1
Medical12
Metallurgy17
Natural sciences1
Pharmacy and pharmacology1
Transport2