DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Sprengen n
construct. ανατίναξις
Sprenger v
commun., industr., construct. συσκευή ραντισμού
mater.sc. ψεκαστήρας; ψεκαστήρας πυρόσβεσης
sprengen adj.
coal. ανατινάζω; δυναμιτίζω
Sprengen adj.
coal. ανατίναξη
construct. πυροδότησις 2.ανατίναξις άνευ διατρήματος
forestr. έκρηξη
sprengen
: 13 phrases in 6 subjects
Chemistry3
Coal5
General2
Life sciences1
Medical1
Transport1