DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
spiegeln v
comp., MS αναστρέφω; κατοπτρίζω
med. ανακλώ ανάκλασα; αντανακλώ αντανάκλασα; καθρεπτίζω καθρέπτισα
Spiegeln v
comp., MS Καθρέπτης, οριζόντιος; Καθρέπτης, κατακόρυφος
IT, dat.proc. κατόπτριση