DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
spanen m
met. εργάζομαι δι'αφαίρεσης του υλικού
Span m m -(e)s, Späne
forestr., energ.ind., construct. ροκανίδι; τεμαχίδιο ξύλου; τσιπ; φυλλίδιο ξύλου
immigr., tech. σχίζα ξύλου
industr., construct. λέπι ξύλου; πελεκούδι; αμφιδέτης
industr., construct., chem. τεμάχιο
met. απόβλητο κοπής
Späne m
commun. ξακρίσματα; περικόμματα
forestr. ξυλοτεμαχίδια; θρύμματα ξύλου
Spaner m
industr., construct., mech.eng. μηχανή τεμαχισμού
spanen
: 10 phrases in 5 subjects
Industry1
Information technology1
Mechanic engineering6
Medical1
Transport1