DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Sortieren n
tech., industr., construct. κλασσάρισμα; κοσκίνισμα f; ταξινόμησις m
sortieren v
IT, tech. ταξινομώ
Sortieren v
comp., MS ταξινόμηση
environ. διαλογή; διαχωρισμός
industr., construct. διαλέγω
tech., industr., construct. υπαγωγή
Sortierer v
agric. σημειωτής,σημαδευτής
industr., construct., met. διαλογέας
lab.law. διαλογέας ελαττωματικών ινών
tech., industr., construct. κόσκινο διαλογής
sortieren
: 35 phrases in 7 subjects
Agriculture10
Earth sciences1
Environment2
Industry3
Information technology17
Materials science1
Medical1