DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun
Sicker m
earth.sc. διάχυτος ανάβρυσις
sickern n
med. διαρρέω διέρρευσα; στάζω έσταξα; σταλάζω στάλαξα
Sickern n
med. διαρροή