DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
sich überschlagen
astronaut., transp. ανατροπή; Εκτροπή κατά την προσγείωση
med. τούμπα; κυβίστημα
transp. να περιβληθεί; να τοποθετηθεί περίβλημα