DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
septal adj.
med. διαφραγματικός; αναφερόμενος σε διάφραγμα
Septal- adj.
med. διαφραγματικός; αναφερόμενος σε διάφραγμα
septal
: 3 phrases in 1 subject
Medical3