DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Senke n
commun., el. απαγωγός; υποδοχή
Senke v
commun., el. φρεάτιο
comp., MS αποδέκτης
earth.sc. βύθιση; συμπιεσμένη περιοχή
earth.sc., mech.eng. φυσική καταβύθιση
el. περιοχή εξαφάνισης φορτίων; πηγή
environ. καταβόθρα; καταβόθρα αερίων θερμοκηπίου
environ., chem. παγιδευτής; συστατικό παγίδευσης
Senker v
mech.eng. κυλινδρικό ή κωνικό εργαλείο με διάτρηση διεύρυνσης
met., mech.eng. κοπτικό για το άνοιγμα κυλινδρικής εξόδου στο άκρο μιας οπής
"Senke" v
health. "βύθιση"
senken adj.
forestr. μειώνω
Senken adj.
environ. Καταβόθρες
industr., construct., met. κάμψη με μαλάκυνση
met., mech.eng. χάραξη με εμβύθιση; διάτρηση διεύρυνσης οπών και κυκλικών δακτυλιοειδών περιοχών
nat.sc., mech.eng. κάθοδος; μάϊνα
senken
: 21 phrases in 9 subjects
Agriculture2
Communications3
Earth sciences2
Ecology1
Environment6
Life sciences3
Mechanic engineering2
Natural sciences1
Transport1