DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | verb | adjective | to phrases
Schwinge f f =, -n
mech.eng. βραχίονας αλλαγής
schwingen v
earth.sc. πάλλω
Schwinge v
agric. ράβδος διαχωρισμού κοπτόμενης λωρίδας χόρτου
chem. ταλαντευόμενο καλούπι
industr., construct. onde
mech.eng. πλαίσιο οδοντοτροχού χιτωνίου δορυφόρου
schwingen adj.
earth.sc. ταλαντεύω
med. ταλαντεύομαι ταλαντεύτηκα
textile κοπανίζω
Schwingen adj.
agric. λίχνισμα
med. δόνηση; δονισμός; ταλάντευση
nat.sc., agric. φτέρωμα των φτερών
 German thesaurus
Schwinge f f =, -n
automat. siehe Schwingarm (Andrey Truhachev)
schwingen
: 8 phrases in 3 subjects
Earth sciences5
Electronics2
Transport1