DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
schruppen v
mech.eng. τροχίζω; αφαιρώ υλικό από την επιφάνεια αντικειμένου; ξεχονδρίζω
Schruppen v
industr., construct., met. προλείανση
met. αρχική κατεργασία; προσχέδιο
met., mech.eng. τορνάρισμα εκχόνδρισης
schruppen
: 1 phrase in 1 subject
Industry1