DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Schrot m m -(e)s
hobby κυνηγετικό σφαιρίδιο
schroten v
agric. συνθλίβω
met. απόσχιση
Schrot v
agric. βυνάλευρο
environ. σκάγια
hobby σκάγι
met. σφαιρίδια
Schrott v
energ.ind., industr. θράυσματα
environ. άχρηστο μέταλλο
environ., met. παλαιοσίδηρος
met. απομέταλλα
transp. μπάζα
Schroten v
gen. κοπάνισμα; σπάσιμο
schroten
: 19 phrases in 6 subjects
Agriculture2
Earth sciences2
Environment3
International trade2
Metallurgy9
Transport1