DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
schlieren v
agric. σύρομαι προς το σκάφος
Schliere v
industr., construct., met. ανομοιογένεια; ανομοιογενής λωρίδα
met., mech.eng. επιφάνεια υλικού με μεγάλες ανωμαλίες; μπιμπικιασμένη επιδερμίδα χυτοτεμαχίου; μπιμπικιασμένη επιφάνεια χυτοτεμαχίου
Schlieren v
industr., construct., chem. γραμμή διαχωρισμού επαλλήλων εφυαλωμάτων
industr., construct., met. σχοινία
met. επιφάνεια με πυκνές γραμμώσεις
schlieren
: 5 phrases in 4 subjects
Cultural studies1
Earth sciences1
Industry2
Metallurgy1