DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | adjective | to phrases
schließen f
comp., MS επίλυση; ματαίωση; κλείσιμο
IT συνάγω
Schließen f
comp., MS Κλείσιμο
earth.sc., el. κλείσιμο ηλεκτρονόμου
el. χειρισμός κλεισίματος
Schließe f f =, -n
commun. αγκράφα; θηλυκωτήρι βιβλίου; πόρπη
Schließer f m -s, =
el. επαφή σύνδεσης; λειτουργική επαφή
schließen n
IT συλλογίζομαι
schließen adj.
comp., MS κλείνω; ματαιώνω
IT εξάγω συμπεράσματα
schließen
: 58 phrases in 11 subjects
Chemistry2
Communications4
Earth sciences4
Electronics6
Information technology29
Law1
Mathematics1
Mechanic engineering6
Metallurgy1
Microsoft2
Statistics2