DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
schlepper v
gen. οδηγός βαγονέτου
Schlepper v
crim.law., immigr. διακινητής
law μεταφορέας λαθρομεταναστών
mech.eng. ηλεκτρικός ελκυστήρας χειριζόμενος από πεζό
met. ολιστήρας
transp. ρυμουλκό
transp., agric. ελκυστήρας; τρακτέρ
transp., nautic. ρυμουλκό σκάφος
Schleppen v
agric. έλξη
Schlepp v
hobby, transp. ρυμούλκηση αλεξίπτωτου
schlepper
: 68 phrases in 10 subjects
Agriculture6
Earth sciences1
Electronics4
Environment2
Forestry4
General1
Immigration and citizenship1
Mechanic engineering4
Natural sciences5
Transport40