DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Schlepper v
crim.law., immigr. διακινητής
law μεταφορέας λαθρομεταναστών
mech.eng. ηλεκτρικός ελκυστήρας χειριζόμενος από πεζό
met. ολιστήρας
transp. ρυμουλκό
transp., agric. ελκυστήρας; τρακτέρ
transp., nautic. ρυμουλκό σκάφος
schlepper v
gen. οδηγός βαγονέτου
Schleppen v
agric. έλξη
Schlepp v
hobby, transp. ρυμούλκηση αλεξίπτωτου
schleppen adj.
agric. ισοπεδώνω; σύρομαι προς το σκάφος
forestr. ρυμουλκώ
Schleppen adj.
agric. μεταφορά με έλκυθρο
schleppen
: 61 phrases in 8 subjects
Agriculture7
Earth sciences1
Electronics3
Environment2
Fish farming pisciculture2
Mechanic engineering2
Natural sciences3
Transport41