DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
schleimig adj.
med. γλισχρασματώδης; βλεννώδης; βλεννοειδής; μυξώδης; κολλώδης; συγκολλητικός
schleimig
: 3 phrases in 2 subjects
Health care1
Medical2