DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Schicht f f =, -en
industr., construct. επίστρωση
wood. επιμέρους φύλλο; καπλαμάς
Schicht v
agric. όροφος δασοσυστάδος
chem., el. στρώση τοιχοποιίας
chem., met. επίχρισμα
commun. υπερβολικό μελάνωμα στοιχείων
comp., MS επίπεδο
construct. φυλλαράκι; στρώμα,στρώσις
earth.sc. θήκη; περίβλημα; περικάλυμμα; στρώση
lab.law. βάρδια; περιστροφή
med. στρώμα; επικάλυψη; στιβάδα; κάλυμμα; υμένας
met. στοιβάδα
tech., industr., construct. στρώση χαρτοπολτού
transp., mater.sc. αντικατάσταση βάρδιας
wood. φύλλο επικάλυψης
N-Schicht v
IT στρώμα Ν
schichten adj.
commun. στοιβάζω; συσσωρεύω; τοποθετώ
med. στρωματοποιώ στρωματοποίησα
stat. στρωματοποιώ
schichten
: 237 phrases in 25 subjects
Agriculture9
Chemistry11
Coal2
Communications48
Construction2
Cultural studies2
Earth sciences17
Economy1
Electronics36
Environment3
Forestry2
General3
Industry10
Information technology16
Labor law3
Law1
Life sciences23
Medical17
Metallurgy11
Microsoft1
Natural sciences4
Nuclear and fusion power1
Social science1
Statistics9
Transport4