DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
schal adj.
agric. επίπεδος; άνοστος
agric., chem. επίπεδη; εξαλειμμένη
Schale adj.
gen. φλοιός
agric. φλούδι; φλούδα; φλοιός; φλούδι
agric., fish.farm. όστρακο, κοχύλι
industr., construct., met. κάψα των μπόρ; κύπελλο
mech.eng. ημικουζινέτο
med. κέλυφος; νεφροειδές
met. κρούστα; διπλός φλοιός; επιδερμίδα μπιγέτας; κρούστα μπιγέτας; στερεοποιημένη επιδερμίδα
mun.plan. λεκάνη
Schälen adj.
agric. αφαίρεση του κελύφους
construct. πλάνισμα
med. αποφλοίωση; ξεφλούδισμα
met., mech.eng. αποφλοίωση με κύλιση
Schal adj.
industr., construct. εσάρπα; σάρπα; σάλι
schälen adj.
med. εκτυλίσσω
wood. αποφλοιώνω
Schalen adj.
met. πιτσίλισμα πυθμένα
schal
: 48 phrases in 16 subjects
Agriculture10
Chemistry7
Construction1
Cultural studies1
Economy2
Electronics2
Fish farming pisciculture4
Food industry2
General2
Health care3
Industry6
Life sciences2
Mechanic engineering2
Medical2
Natural sciences1
Textile industry1