| |||
ακονίζω | |||
| |||
δριμύτητα f | |||
| |||
γναφεύς; επικοσμητής; ομαλιστής εριούχων υφασμάτων; τεχνίτης που τελειοποιεί ένα έργο; υπάλληλος ρεφιλαρίσματος | |||
| |||
πικάντικος; αεριώδης | |||
άκερος | |||
τραχύς (scaber) | |||
| |||
εξομοίωση; ακόνισμα | |||
ρεφιλάρισμα | |||
| |||
ισχύς; ισχύς ενός ελέγχου | |||
| |||
οξύτητα |
schärfen : 49 phrases in 19 subjects |