DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | adjective | to phrases
schärfen n
forestr. ακονίζω
Schärfe n
med. δριμύτητα f
Schärfer adj.
industr., construct. γναφεύς; επικοσμητής; ομαλιστής εριούχων υφασμάτων; τεχνίτης που τελειοποιεί ένα έργο; υπάλληλος ρεφιλαρίσματος
scharf adj.
agric. πικάντικος; αεριώδης
med. άκερος
nat.sc. τραχύς (scaber)
Schärfen adj.
industr., construct. εξομοίωση; ακόνισμα
leath. ρεφιλάρισμα
Schärfe eines Tests adj.
math. ισχύς; ισχύς ενός ελέγχου
Schärfe adj.
med. οξύτητα
schärfen
: 49 phrases in 19 subjects
Agriculture3
Chemistry2
Coal2
Electronics1
Forestry3
General2
Health care1
Hobbies and pastimes1
Industry9
Information technology1
Life sciences2
Materials science1
Mechanic engineering2
Medical1
Metallurgy3
Microsoft1
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences3
Transport10