DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | verb | adjective | to phrases
Schale f f =, -n
med. λεκανίδιο σχήματος νεφρού
Schälen n
construct. ισοπέδωση
Schalen n
met. διπλή επιδερμίδα
Schale v
med. τσόφλι; όστρακο
schälen adj.
med. εκτυλίσσω
wood. αποφλοιώνω
Schale adj.
gen. φλοιός
agric. φλούδι; φλούδα; φλοιός; φλούδι
agric., fish.farm. όστρακο, κοχύλι
industr., construct., met. κάψα των μπόρ; κύπελλο
mech.eng. ημικουζινέτο
med. κέλυφος; νεφροειδές
met. κρούστα; διπλός φλοιός; επιδερμίδα μπιγέτας; κρούστα μπιγέτας; στερεοποιημένη επιδερμίδα
mun.plan. λεκάνη
Schälen adj.
agric. αφαίρεση του κελύφους
construct. πλάνισμα
med. αποφλοίωση; ξεφλούδισμα
met., mech.eng. αποφλοίωση με κύλιση
schal adj.
agric. επίπεδος; άνοστος
agric., chem. επίπεδη; εξαλειμμένη
Schal adj.
industr., construct. εσάρπα; σάρπα; σάλι
Schalen adj.
met. πιτσίλισμα πυθμένα
schälen
: 60 phrases in 18 subjects
Agriculture14
Chemistry7
Construction1
Cultural studies1
Economy2
Electronics5
Environment1
Fish farming pisciculture4
Food industry2
General3
Health care4
Industry6
Life sciences2
Mechanic engineering2
Medical2
Municipal planning2
Natural sciences1
Textile industry1