DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Schacht m m -(e)s, Schächte
mech.eng. πηγάδι ανελκυστήρα
schächten v
agric. σφαγή
Schacht v
agric. κατακόρυφη δίοδος διαφυγής; φρεάτιο προσπέλασης καταστρωμάτων
chem., el. λεκάνη αεριογόνου συσκευής
industr., construct., met. μηχανισμός ανυψώσεως καυστήρα; πύργος τραβήγματος
mech.eng. άτρακτος-άξονας; φρεάτιο ανελκυστήρα; αεραγωγός
met. φρέαρ υψικαμίνου
transp., avia. διαμέρισμα; στοά; χώρος
transp., construct. κυψέλη; φρέαρ; οπή αναρτήσεως
schächten
: 10 phrases in 6 subjects
Coal1
Construction2
Life sciences2
Mechanic engineering1
Metallurgy1
Transport3