DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
sarkoid adj.
med. σαρκοειδής
Sarkoid adj.
med. σαρκοείδωση; σαρκοειδές; σαρκωματώδης όγκος; νόσος Besnier-Boeck; νόσος Boeck; νόσος Schaumann; σύνδρομο Besnier-Boeck-Schaumann
sarkoid
: 17 phrases in 1 subject
Medical17