DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
reparieren n
forestr. επισκευή
med. επιδιορθώνω επιδιόρθωσα; επισκευάζω επισκεύασα
reparieren v
commun. φρεσκάρω; διορθώνω; ξαναδένω
reparieren
: 6 phrases in 3 subjects
Economy3
Microsoft1
Transport2