DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
reizt v
gen. η ουσία ερεθίζει
reizen v
gen. ερεθίζω
med. ερεθίζω ερέθισα; διεγείρω διέγειρα
Reiz v
med. ερέθισμα; διεγερτικό
nat.sc. διέγερση
Reiz- v
med. διεγερτικός
reizt
: 32 phrases in 4 subjects
Chemistry1
Environment2
General18
Medical11