DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
punktieren v
gen. σκίαση; διάστιξη
commun. επιτυγχάνω την αντιστοιχία,πρόσθιας και οπίσθιας σελίδας; ρίξιμο; διάταξις των σελίδων επί του πιεστηρίου
punktieren
: 1 phrase in 1 subject
Medical1